Στεκόμαστε όρθιες έξω από τον παιδότοπο – χειμώνας είναι, αλλά θέλει να καπνίσει – με τον καφέ στο διπλανό τραπέζι να στέκεται, τα παιδιά μας μέσα να παίζουν και τους μπαμπάδες τους να τα προσέχουν, συζητούμε… Να το πω αλλιώς, μιλάμε ασύδοτα και η κουβέντα μας δε λέει να τελειώσει.
Δε γνωριζόμαστε καιρό, η αφοπλιστική μας ειλικρίνεια, όμως, μας ένωσε, αυτή, και τα αγόρια μας που βρέθηκαν – άγνωστοι ακόμα – ένα απόγευμα στην πλατεία της γειτονιάς και αποφάσισαν μόνοι τους ότι είναι αδερφικοί φίλοι – για πάντα ίσως…
Με κοιτάει με αγωνία στα μάτια και με ρωτάει: «Εσένα που κόβει το μάτι σου, πώς σου φαίνεται το παιδί μου;» Όχι, δεν μιλάει για το μικρό της, μιλάει για το άλλο, το μεγαλύτερο, το πανέμορφο, πανύψηλο και πανέξυπνο παιδί της.
«Μια χαρά είναι το παιδί σου», της λέω, «μην ακούς κανέναν.» Βγαίνουν τα λόγια από το στόμα μου αβίαστα και ταυτόχρονα νιώθω μια έξαψη, μια ανάγκη να της εξηγήσω γιατί θεωρώ ότι το παιδί της που είναι στο φάσμα του αυτισμού, είναι μια χαρά. Λες και εγώ ήμουν που έκανα την διάγνωση, λες και όλοι αυτοί που την έκαναν και την επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο στην επανεξέτασή του, δεν ξέρουν τί τους γίνεται, νιώθω την ανάγκη να τους βγάλω όλους λάθος. Όχι όμως γιατί έκαναν λάθος, όσο γιατί θέλω πραγματικά να αλαφρύνω αυτή τη μητέρα, αλλά και να δικαιώσω το παιδί της που είναι πραγματικά υπέροχο.
Δεν θα αναφερθώ στο τι κόπο έχει κάνει αυτή η οικογένεια τα προηγούμενα χρόνια, τί ψυχραιμία, ηρεμία, γνώση, άποψη, έρευνα και αγάπη χρειάζεται για να μπορέσεις να ενσωματώσεις στην κοινωνία μας ένα παιδί που είναι διαφορετικό. Θα μιλήσω, όμως, για το διαφορετικό που όλες οι μάνες γνωρίζουμε πολύ καλά, απλά κανείς δεν του έχει βάλει ακόμα ταμπέλα – τα δικά μας παιδιά.
Το κάθε ένα μοναδικά, υπέροχο και διαφορετικό από τα παιδάκια μας…
Εκείνο που κι εσύ με χαρά αποφάσισες να πάρεις μαζί σου στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσετε παρέα και επειδή ήθελε να αγοράσει ένα αυτοκινητάκι και του είπες ναι, αλλά δεν βρήκε κανένα που να του αρέσει πραγματικά, έπεσε στον διάδρομο και άρχισε να χτυπιέται στα πατώματα, θεωρώντας ότι ζει το απόλυτο δράμα.
Εκείνο που χωρίς λόγο κάθεται, σχεδόν κάτω από το παγκάκι της παιδικής χαράς, και κλαίει για 20 ατελείωτα λεπτά, χωρίς εσύ να μπορείς να κάνεις τίποτα, για να το συνεφέρεις.
Εκείνο που δεν μπορεί να κάτσει, ένα καταραμένο δευτερόλεπτο, ήσυχο στη θέση του, να δει το αγαπημένο του τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Εκείνο που δεν ανοίγει το στόμα του να φάει ή το άλλο που κρατάει για ώρες το φαΐ στο στόμα του μέχρι να σαπίσει.
Εκείνο που μέσα στο κρύο και την παγωνιά επιμένει ότι δεν κάνει κρύο, ότι δεν θέλει να βάλει το μπουφάν του και φεύγει με το κοντομάνικο για το σχολείο.
Εκείνο που έπαθε υστερία γιατί δεν αντέχει το φως του ήλιου και εσύ, κακούργα μάνα, έχεις ξεχάσει τα γυαλιά του στο σπίτι.
Εκείνο που δεν του αρέσει το κόκκινο χρώμα που δεν αντέχει τα μάλλινα ρούχα, αλλά ούτε και τα καινούρια ρούχα…
Εκείνο που μόλις αντίκρισε τη θάλασσα, ένιωσε δέος και έκτοτε αποφάσισε ότι το κολύμπι δεν είναι καλό πράγμα…
Εκείνο που θέλει να ασχολείται μόνο με δραστηριότητες, στις οποίες είναι καλό και μπορεί να ξεχωρίζει.
Το διαφορετικό δεν είναι κακό, είναι υπέροχο, είναι αυτό που απαιτεί η φύση και το αποτυπώνουν εντυπωσιακά μερικές γραμμές που διάβασα πρόσφατα…
«Το αγόρι μου δεν είναι αυτιστικό τα Σαββατοκύριακα, τότε που μένουν οι πόρτες κλειστές και οι πυτζάμες μένουν φορεμένες και δεν υπάρχουν άλλες προσδοκίες εκτός από το γαργάλημα, την αγκαλιά, το τραγούδι, τον μαξιλαροπόλεμο ή ό,τι μοιάζει ωραίο στο ψυγείο. Γιατί είναι ένα μικρό αγόρι. Και είναι το δικό μου μικρό αγόρι. Και ίσως αυτές οι στιγμές να ήταν διαφορετικές εάν δεν ήταν αυτιστικός, αλλά δεν το ξέρω, έτσι δεν είναι; Έτσι τραγουδάω όταν τραγουδάει και πετάω όταν πετάει και χαμογελάω όταν γελάει. Και κοιτάζω μες τα μάτια του και βλέπω την ομορφιά του και νιώθω το θαύμα τού να είναι δικός μου. Το αγόρι μου. Που δεν είναι αυτιστικό τα Σ/Κ. Απλά δεν είναι» (Letters from a Spectrum Mom)
Γράφει η Γεωργία Γεωργιάδου
Painting: Paul Klee – Plants in the Moonlight
Σχολιάστε