Θυμάσαι τότε που φοβόσουν τους ξένους; Σε κρατούσα αγκαλιά και σου μιλούσα χαμηλά.
Όταν ήθελες να παίξεις, το πάτωμά μας ήταν μια τεράστια παιδική χαρά, κι ας προσπαθούσα μετά για ώρα να ισιώσω.
Όταν μπαίναμε σε χώρους τεράστιους και φοβερούς για εσένα, κρυβόσουν δίπλα στο πόδι μου και δειλά ξεπρόβαλες να συναντήσεις το άγνωστο. Τώρα αλωνίζεις με τον μπαμπά σου στο μεγάλο εμπορικό σαν να είναι το σπίτι σου.
Κι όταν το βράδυ έβλεπες εφιάλτες που θα τρομοκρατούσαν ακόμη κι έναν μεγάλο και τρανό, έτρεχα να σε συναντήσω στα μισά του δρόμου που μας χώριζε, στα μισά και του ονείρου ακόμα, αν προλάβαινα.
Όταν πια μεγάλωσες λίγο και η κούραση δεν σε άφηνε να αντισταθείς στον ύπνο, μα τα όνειρα ακόμα παραφυλούσαν σε μια γωνιά του μυαλού σου, μεγάλοι δάσκαλοι τα όνειρα, πραγματικά, για τις δυσκολίες της ζωής… τότε μου ζήτησες γλυκά να σου λέω μια ευχή, όσες φορές κι αν χρειαστεί, πριν κοιμηθείς, για να μπορέσεις να προστατευθείς. Κι εγώ που από ευχές δεν ξέρω, κάθισα κι έγραψα μία και τώρα με την άδεια σου λέω να την μοιραστώ και με άλλα έξυπνα παιδάκια που μπορεί να χρειάζονται τη βοήθειά μας…
Η ευχή των ονείρων
Γρήγορα και όμορφα να κοιμηθείς
κι όνειρα άσχημα να μη δεις
Κι αν τα όνειρα αποφασίσουν να ‘ρθουν
άσχημα και καλά μαζί
Τότε κανένα μην τολμήσει
το παιδί μου ν’ ανησυχήσει
Γράφει η Γεωργία Γεωγιάδου
Σχολιάστε