Από το ημερολόγιο ενός δίχρονου

Σήμερα ξύπνησα και ήθελα να ντυθώ μόνος μου, αλλά μου είπαν: «Δεν έχουμε χρόνο, άσε να σε ντύσω εγώ.»
Αυτό με στενοχώρησε.
Ήθελα να φάω μόνος μου πρωινό, αλλά μου είπαν: «Τα κάνεις όλα χάλια, άσε με να το κάνω εγώ.»
Αυτό με θύμωσε.
Ήθελα να πάω μόνος μου μέχρι το αυτοκίνητο και να μπω μόνος μου μέσα και μου είπαν: «Πρέπει να φύγουμε, δεν έχουμε χρόνο. Θα σε βάλω εγώ.»
Αυτό με έκανε να κλάψω.
Ήθελα να βγω από το αυτοκίνητο μόνος μου, μου είπαν: «Δεν έχουμε χρόνο, δώσε μου το χέρι σου.»
Αυτό με έκανε να θέλω να φύγω μακριά.
Αργότερα ήθελα να παίξω με τα τουβλάκια μου και μου είπαν: «όχι, όχι έτσι, έλα να σου δείξω πώς.»
Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να παίξω άλλο με τα τουβλάκια. Αποφάσισα να παίξω με μια κούκλα που κρατούσε κάποιος άλλος και γι’ αυτό την πήρα. Μου είπαν: «Μην το κάνεις αυτό, πρέπει να μοιράζεσαι.»
Δεν κατάλαβα τι έκανα λάθος, αλλά αυτό με στενοχώρησε.
Γι’ αυτό έκλαψα. Ήθελα κάποιος να με αγκαλιάσει, αλλά μου είπαν: «Όχι, είσαι καλά, πάνε να παίξεις.»
Μου λένε ότι ήρθε η ώρα να μαζέψω. Αυτό το ξέρω γιατί κάποιος λέει συνέχεια: «Πήγαινε να μαζέψεις τα παιχνίδια σου»
Δεν ξέρω τι ακριβώς να κάνω και περιμένω κάποιον να μου δείξει.
«Τι κάνεις; Γιατί κάθεσαι ακίνητος; Πάνε να μαζέψεις τα παιχνίδια σου τώρα!»
Δεν μου επιτράπηκε να ντυθώ μόνος, να κινήσω το δικό μου σώμα, για να πάω όπου χρειαζόμουν, αλλά τώρα μου λένε να πάω να μαζέψω πράγματα. Δεν ξέρω τι ακριβώς να κάνω. Δεν θα έπρεπε κάποιος να μου δείξει πώς;
Από πού να αρχίσω; Πού μπαίνουν αυτά τα πράγματα; Ακούω πολλές λέξεις, αλλά δεν καταλαβαίνω τι μου ζητούν. Φοβάμαι και δεν κουνιέμαι.
Ξαπλώνω στο πάτωμα και κλαίω.
Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, ήθελα να σερβιριστώ μόνος, αλλά μου είπαν: «‘Όχι, είσαι πολύ μικρός, άσε εμένα.»
Αυτό με έκανε να νιώσω μικρή. Προσπάθησα να φάω το φαγητό που ήταν μπροστά μου, αλλά δεν το είχα βάλει εγώ εκεί και κάποιος μου έλεγε συνέχεια: «Να, δοκίμασε αυτό, φάε αυτό, φέρνοντας διάφορα φαγητά μπροστά στο στόμα μου.»
Δεν ήθελα να φάω άλλο. Αυτό με έκανε να θέλω να πετάω πράγματα και να κλαίω.
Δεν μπορώ να κατέβω από το τραπέζι, γιατί κανένας δεν με αφήνει…γιατί είμαι πολύ μικρή και δεν μπορώ. Συνέχεια μου λένε ότι πρέπει να φάω μια μπουκιά. Αυτό με κάνει να κλαίω παραπάνω. Πεινάω και νιώθω σύγχυση και θλίψη.
Είμαι κουρασμένή και χρειάζομαι κάποιον να με αγκαλιάσει.
Δεν νιώθω ούτε ασφάλεια, ούτε ότι έχω τον έλεγχο. Αυτό με κάνει και φοβάμαι. Κλαίω συνέχεια.
Είμαι 2. Κανένας δεν με αφήνει να ντυθώ, να κινήσω το σώμα μου όπου πρέπει να πάω και να φροντίσω τις ανάγκες μου.
Παρόλα αυτά περιμένουν από εμένα να μοιράζομαι, να ακούω, να περιμένω ένα λεπτό. Περιμένουν να ξέρω τι πρέπει να πω και πώς να συμπεριφέρομαι ή πώς να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου.
Περιμένουν να κάθομαι ακίνητη ή να ξέρω ότι αν πετάξω κάτι, αυτό μπορεί να σπάσει…αλλά όλα αυτά ΔΕΝ τα ξέρω.
Δεν μου επιτρέπεται να εξασκηθώ στο περπάτημα, το σπρώξιμο, το τράβηγμα, το κούμπωμα, το σερβίρισμα, το σκαρφάλωμα, το τρέξιμο, το πέταγμα ή σε οτιδήποτε άλλο ξέρω να κάνω.
Όλα αυτά που με ενδιαφέρουν και μου προκαλούν την περιέργεια, είναι όλα αυτά που μου απαγορεύονται.
Είμαι 2. Δεν είμαι κακή…είμαι σε σύγχυση, είμαι νευρική, αγχωμένη, μπερδεμένη. Χρειάζομαι μια αγκαλιά.

Written by Dejah Roman
Translated for Mama’s Word by Γεωργία Γεωργιάδου
Photo credit Mary Katherine Backstrom

Σχολιάστε